- αδράλεστος
- ἀδράλεστος, -ον (Μ)(κυρίως για το σιτάρι) χοντροαλεσμένος, που δεν έχει αλεστεί για να γίνει ψιλό αλεύρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδρός + ἀλέθω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδρός — ή, ό (Α ἁδρός, ά, όν και ός, όν) 1. (κυρίως για καρπούς) μεστός, γεμάτος 2. παχύς, πυκνός 3. ογκώδης 4. έντονος, τραχύς, ισχυρός, σκληρός 5. μεγάλος, πολύς, άφθονος, πλούσιος αρχ. 1. βίαιος 2. (για πρόσωπα) ωραίος, σωματώδης 3. (για αβγά) αυτό… … Dictionary of Greek